καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία … Dictionary of Greek
παπάγια — (καρική η παπάια). Φυτό της οικογένειας των καρικιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Μεξικού, που καλλιεργείται πολύ στις τροπικές περιοχές. Είναι δέντρο μάλλον ψηλό, με κορμό άκλωνο και φύλλα παλαμοσχιδή, μακρόμισχα· οι εδώδιμοι καρποί του είναι… … Dictionary of Greek
πεψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο σε μορφή αδρανή, που εκκρίνουν οι αδένες του στομάχου ως πεψιγόνο και το οποίο μετατρέπεται σε π. υπό την επίδραση του υδροχλωρικού οξέος του γαστρικού υγρού και του ήδη ενεργοποιηθέντος πλάσματος του ένζυμου. Η π. σε όξινο… … Dictionary of Greek
τρανσπεπτιδίωση — η, Ν (βιοχ.) η μεταφορά πεπτιδικής ρίζας από μια χημική ένωση, τον δότη, σε άλλην, τον δέκτη, η οποία πραγματοποιείται από ορισμένα πρωτεολυτικά ένζυμα, όπως είναι λ.χ., η τρυψίνη, η παπαΐνη κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek